Την τελευταία δεκαετία, η νεοελληνική κοινωνία αιφνιδιάζεται από σωρεία αντισυνταγματικών νομοθετημάτων, με πρόσχημα εν πολλοίς τη συμμόρφωση της χώρας στις διεθνείς δεσμεύσεις της και την εξυπηρέτηση του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου. Στην οικονομιστική αυτή θεώρηση της πολιτικής εντάσσεται η αντισυνταγματική νομοθέτηση, η οποία τείνει να γίνει καθεστώς.
Οπως πρόσφατα με τον νόμο 4738/2020 ΦΕΚ 207Α’/27-10-20 περί ρύθμισης οφειλών & παροχής δεύτερης ευκαιρίας, που εισήχθη η διάταξη του άρθρου 268 ως εξής:
Στον ν. 2251/1994 (Α’191) προστίθεται το άρθρο 2Α “Αναπροσαρμογή Ασφαλίστρων”
Η μονομερής αύξηση των ασφαλίστρων στα ασφαλιστήρια ζωής
Στην ασφαλιστική σύμβαση, όπως και σε κάθε άλλη αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία, τα συμβαλλόμενα μέρη και εν προκειμένω αφενός ο ασφαλιστής κι αφετέρου ο ασφαλισμένος, αναλαμβάνουν ορισμένες κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις. Κύρια υποχρέωση του ασφαλιστή είναι η καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στον δικαιούχο της, όταν κι εφόσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ενώ κύρια υποχρέωση του ασφαλισμένου είναι η καταβολή των καθορισμένων στη σύμβαση ασφαλίστρων εντός των χρονικών ορίων πληρωμής τους. Στο προϊσχύον νομικό καθεστώς (άρθρο 6 του ν. 2496/1997) δεν υπήρχε μέριμνα για τη δυνατότητα ανακαθορισμού του ασφαλίστρου. Αυτό ως κύρια υποχρέωση του ασφαλισμένου αποτελεί βασικό στοιχείο της έννομης σχέσης της ασφάλισης, γι αυτό και έπρεπε να είναι επακριβώς καθορισμένο ήδη κατά το στάδιο κατάρτισης της σύμβασης, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται το δικαίωμα του ασφαλιστή, να επιφυλάξει για τον εαυτό του την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου στο μέλλον.
Το νομοθετικό αυτό κενό ήρθε να καλύψει η τροποποίηση του άρθρου 13 του Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α’152) με τίτλο “Τροποποίηση και Συμπλήρωση του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών (ΦΕΚ Α’191), που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου & του Συμβουλίου (EEL 149), ορίζοντας ότι: Παράνομοι ως καταχρηστικοί είναι ιδίως οι ΓΟΣ σύμβασης που “επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση” (άρθρο 2 παρ. 7 περ. ε’) – και που “χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά, καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή” (άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια’).
Εν προκειμένω δηλαδή η ελληνική έννομη τάξη εναρμονίστηκε με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και εισήγαγε ως γενική ρήτρα στον νόμο για την προστασία των καταναλωτών την κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικότητα/ακυρότητα των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της συναλλακτικής ισορροπίας μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του ασθενεστέρου συμβαλλόμενου/καταναλωτή.
Η παγιωμένη Νομολογία
Τούτων δοθέντων, τα Πολιτικά Δικαστήρια και των τριών δικαιοδοτικών βαθμίδων προσάρμοσαν τη νομολογία τους στις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου για την προστασία των καταναλωτών, εκδίδοντας σωρεία θετικών για τους καταναλωτές αποφάσεων. Ιδίως δε μετά την ΑΠ 1030/2001 (ΝοΒ 2002, 349) η εκτελεστική εξουσία αναγκάστηκε να θεσμοθετήσει δια της ΥΑ Ζ1-74/4-2-2011, την απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης των ΓΟΣ που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί συλλογικών αγωγών Ενώσεων Καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν ασφαλιστικές εταιρείες με τους καταναλωτές, ως ακολούθως: α. Όρος σε συμβάσεις ασφάλισης νοσοκομειακής περίθαλψης που επιτρέπει στην ασφαλιστική εταιρεία να προβαίνει, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ασφάλισης ή σε οιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της ασφαλιστικής κάλυψης, σε αύξηση των ασφαλίστρων, χωρίς να καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων, ορισμένα κι εύλογα για τον καταναλωτή βάσει των οποίων θα γίνεται η αύξηση αυτή.
Κατά συνέπεια, ο ασφαλιστής μπορεί να επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στο μέλλον, αλλά το δικαίωμα αυτό πρέπει να είναι σύννομο. Προς τούτο απαιτείται να προσδιορίζονται στην αρχική ασφαλιστική σύμβαση τα κριτήρια βάσει των οποίων θα γίνεται η μελλοντική αναπροσαρμογή, ώστε ο ασφαλισμένος να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης ενδέχεται να αντιμετωπίσει αύξηση ασφαλίστρων. Αυτή όμως, όταν κι εφόσον λάβει χώρα, θα γίνει με βάση τα εκ των προτέρων γνωστά στον ίδιον κριτήρια, που τον οδήγησαν στην κατάρτιση της συγκεκριμένης σύμβασης.
Συμπερασματικά, η κατά παρέκκλιση των ανωτέρω ισχυόντων, διάφορη ρύθμιση που εισήγαγε η διάταξη του άρθρου 268 ν. 4738/20 περί αναπροσαρμογής ασφαλίστρων θα οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα -και δη κατά την αρχή της Τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων του άρθρου 25 Σ- κάμψη των αρχών της αναλογικότητας, του δικαιοπρακτικού θεμελίου και της διαφάνειας των συναλλαγών, υπέρ των συμφερόντων των ασφαλιστικών εταιρείων, βάσει της καινοφανούς “αρχής της καταλληλότητας”, το περιεχόμενο της οποίας θα καθορίζει κατά το δοκούν ο Υπουργός Ανάπτυξης κι Επενδύσεων.
Η Ευαγγελία Κοζυράκη είναι Δικηγόρος Αθηνών, ειδική επιστήμονας ΣτΚ & τ. νομική σύμβουλος ΥΠΕΘΑ